- αναγνώσιμος
- -η, -οαυτός που μπορεί ή αξίζει να διαβαστεί: Μερικά από τα εκδιδόμενα βιβλία δεν είναι αναγνώσιμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αναγνώσιμος — η, ο [αναγιγνώσκω] αυτός πού αξίζει ή μπορεί να διαβαστεί … Dictionary of Greek
αναγιγνώσκω — και αναγινώσκω (Α ἀναγιγνώσκω και ἀναγινώσκω) διαβάζω αρχ. μσν. φοιτώ, σπουδάζω, είμαι μαθητής αρχ. 1. γνωρίζω καλά, με βεβαιότητα 2. αναγνωρίζω 3. παραδέχομαι, ομολογώ ότι κάτι είναι δικό μου 4. πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. (η παθ. μτχ. πρκ.… … Dictionary of Greek